-
1 заслонка
тех. το διάφραγμα, η θυρίς, το ντάμπερ (ξεν.)срабатывание воздушной - и мор. ενεργοποίηση του - τος αέρα-карбюратора воздушная - αέρα του ανάμεικτη/καρμπυρατέρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заслонка
-
2 диафрагма
1. мед. το διάφραγμα 2. (φο-тографическая) το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής 3. (измерительная) η διάτρητη πλάκα μέτρησης (της ροής, κατανάλωσης κ.λπ.) 4. (плотины) το τείχωμα εξουδετέρωσης φιλτραρίσματος (εσωτερικώς του φράγματος) 5. (элемент конструкции) η πλάκα ή πλέγμα (ενίσχυσης) б.(регулирующая) гидр. η διάτρητη πλάκα ρύθμισης της ροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диафрагма